Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ πανουργία

См. также в других словарях:

  • πανουργία — η δόλια σκέψη, πονηριά, απάτη, τέχνασμα, κατεργαριά: Τελευταία άρχισε και η πανουργία της νόθευσης των φαρμάκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καουτίλια — (4ος αι. π.Χ.). Ινδός συγγραφέας. Είναι επίσης γνωστός και ως Τσάνακυα ή Βισνουγκούπτα. Κατά την παράδοση, ήταν υπουργός στην αυλή του μεγάλου Τσαντραγκούπτα B’, για τον οποίο και έγραψε την Αρτασάστρα (η οποία, όμως, τοποθετείται από μερικούς… …   Dictionary of Greek

  • υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ …   Dictionary of Greek

  • Τζαμάλας, Παπακώστας — Αγωνιστής και πολιτικός. Καταγόταν από τη Φθιώτιδα. Πήρε ενεργά μέρος στην Επανάσταση, μαζί με τους αδελφούς του, και διακρίθηκε σε πολλές μάχες υπό τις διαταγές των αρματολών Κοντογιανναίων της Υπάτης. Μετά τον θάνατο του I. Καποδίστρια, στη… …   Dictionary of Greek

  • Αυγίκος, Νικόλαος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Νεοχώρι της Φθιώτιδας και πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. Πολέμησε κοντά στους Σκαλτσοδήμο, Χατζηπέτρο, Σιαφάκο και Πανουργιά στις μάχες της Υπάτης, της Καλιακούδας, της Κλείσοβας και της Αράχοβας. Στη… …   Dictionary of Greek

  • συντυρεύω — Μ μετέχω σε απατηλά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τυρεύω «αναμιγνύω κάτι με δόλο και πανουργία, μηχανεύομαι δόλια, πονηρά τεχνάσματα»] …   Dictionary of Greek

  • μεθοδεία — και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω] 1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη 2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ) μσν. επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόληση αρχ. μέθοδος, τρόπος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»